-
1 προσερέω
προσερέω, [dialect] Att. [var] contr. [full] προσερῶ, used as [tense] fut. of προσαγορεύω, προσεῖπον being used as [tense] aor.: [tense] pf. προσείρηκα, -ημαι, Pl.Ti. 31a, Cra. 403a: —[voice] Pass., [tense] fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): [tense] aor. προσερρήθην (v. infr.):—A speak to, address, accost, τινα E.Alc. 1005 (lyr.), Pl.Phd. 60a;οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν E.Alc. 195
, cf. 942; of one who addresses a god, Hdt.5.72.2 c. dupl. acc., call by a name, πολίτας ἀλλήλους π. Pl.R. 463a; ἕνα οὐρανὸν π. Id.Ti. 31a; τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις; Id.Sph. 227b; τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα ib. 224b:—[voice] Pass.,βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.Plt. 259b
, cf. Cra. 403a.II [voice] Pass., to be enjoined, commanded, Aristid.1.484J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσερέω
См. также в других словарях:
προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… … Dictionary of Greek